πευκί

πευκί
το коврик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πευκί" в других словарях:

  • πεύκι — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.), στην πρώην επαρχία Ολυμπίας, του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αλιφείρας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Ιστιαίας. Υπάγεται διοικητικά… …   Dictionary of Greek

  • πευκάκι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Δροσάτου. * * * (I) το, Ν [πεύκο] μικρό, χαμηλό ή νεαρό πεύκο: (II) το, Ν [πεύκι] μικρό πεύκι, τάπητας ή κάλυμμα …   Dictionary of Greek

  • πεύκιον — το, Μ βλ. πεύκι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»